Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁπηλίκος
ὁπηνίκα
ὁπῃοῦν
ὀπίας
ὀπιδνός
ὀπίζομαι
ὀπίζω
ὄπιθεν
ὀπιθόμβροτος
ὀπικία
Ὀπικοί
ὀπικός
ὄπιον
ὀπίουρος
ὀπιπευτήρ
ὀπιπεύω
ὄπις
ὀπισαμβώ
ὀπισθάγκωνα
ὄπισθε
ὄπισθεν
View word page
Ὀπικοί
the Opici
ShortDef
the Opici
Debugging
Headword:
Ὀπικοί
Headword (normalized):
ὀπικοί
Headword (normalized/stripped):
οπικοι
IDX:
62571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62572
Key:
Data
{'content': 'the Opici'}