Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀνάπλασις
ἀνάπλασμα
ἀναπλασμός
View word page
ἀναπίμπρημι
blow, swell up

ShortDef

blow, swell up

Debugging

Headword:
ἀναπίμπρημι
Headword (normalized):
ἀναπίμπρημι
Headword (normalized/stripped):
αναπιμπρημι
IDX:
6256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6257
Key:

Data

{'content': 'blow, swell up'}