Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅπῃ
ὀπηδεύω
ὀπηδέω
ὀπήδησις
ὀπηδός
ὀπήεις
ὁπηλίκος
ὁπηνίκα
ὁπῃοῦν
ὀπίας
ὀπιδνός
ὀπίζομαι
ὀπίζω
ὄπιθεν
ὀπιθόμβροτος
ὀπικία
Ὀπικοί
ὀπικός
ὄπιον
ὀπίουρος
ὀπιπευτήρ
View word page
ὀπιδνός
dreaded, awful

ShortDef

dreaded, awful

Debugging

Headword:
ὀπιδνός
Headword (normalized):
ὀπιδνός
Headword (normalized/stripped):
οπιδνος
IDX:
62565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62566
Key:

Data

{'content': 'dreaded, awful'}