Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀπαστόν
ὄπατρος
ὀπάων
ὄπεας
ὀπή
ὅπη
ὅπῃ
ὀπηδεύω
ὀπηδέω
ὀπήδησις
ὀπηδός
ὀπήεις
ὁπηλίκος
ὁπηνίκα
ὁπῃοῦν
ὀπίας
ὀπιδνός
ὀπίζομαι
ὀπίζω
ὄπιθεν
ὀπιθόμβροτος
View word page
ὀπηδός
attendant

ShortDef

attendant

Debugging

Headword:
ὀπηδός
Headword (normalized):
ὀπηδός
Headword (normalized/stripped):
οπηδος
IDX:
62559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62560
Key:

Data

{'content': 'attendant'}