Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀνάπλασις
ἀνάπλασμα
View word page
ἀναπίμπλημι
to fill up; to contaminate, infect
ShortDef
to fill up; to contaminate, infect
Debugging
Headword:
ἀναπίμπλημι
Headword (normalized):
ἀναπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
αναπιμπλημι
IDX:
6255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6256
Key:
Data
{'content': 'to fill up; to contaminate, infect'}