Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀνάπλασις
View word page
ἀναπιεσμός
reduction
ShortDef
reduction
Debugging
Headword:
ἀναπιεσμός
Headword (normalized):
ἀναπιεσμός
Headword (normalized/stripped):
αναπιεσμος
IDX:
6254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6255
Key:
Data
{'content': 'reduction'}