Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπηλέω
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
View word page
ἀναπίεσμα
trap-door

ShortDef

trap-door

Debugging

Headword:
ἀναπίεσμα
Headword (normalized):
ἀναπίεσμα
Headword (normalized/stripped):
αναπιεσμα
IDX:
6253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6254
Key:

Data

{'content': 'trap-door'}