Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυφεγγής
ὀξυφλεγμασία
ὀξύφυλλος
ὀξυφωνέω
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξυχειρία
ὀξύχολος
ὀξυωπέω
ὀξυωπής
ὀξυωπία
ὀξυωπίας
ὀξυώριος
ὀξώδης
ὀξωτός
ὄοιγα
ὄον
ὁπᾷ
ὀπαδέω
ὀπαδός
View word page
ὀξυωπής
sharp-sighted
ShortDef
sharp-sighted
Debugging
Headword:
ὀξυωπής
Headword (normalized):
ὀξυωπής
Headword (normalized/stripped):
οξυωπης
IDX:
62534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62535
Key:
Data
{'content': 'sharp-sighted'}