Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξυτυρία
ὀξυφαής
ὀξυφεγγής
ὀξυφλεγμασία
ὀξύφυλλος
ὀξυφωνέω
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξυχειρία
ὀξύχολος
ὀξυωπέω
ὀξυωπής
ὀξυωπία
ὀξυωπίας
ὀξυώριος
ὀξώδης
ὀξωτός
ὄοιγα
View word page
ὀξύχειρ
quick with the hands, quick to strike

ShortDef

quick with the hands, quick to strike

Debugging

Headword:
ὀξύχειρ
Headword (normalized):
ὀξύχειρ
Headword (normalized/stripped):
οξυχειρ
IDX:
62530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62531
Key:

Data

{'content': 'quick with the hands, quick to strike'}