Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπήδησις
ἀναπηλέω
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτναμι
ἀναπιτύζω
View word page
ἀναπίεσις
pressure
ShortDef
pressure
Debugging
Headword:
ἀναπίεσις
Headword (normalized):
ἀναπίεσις
Headword (normalized/stripped):
αναπιεσις
IDX:
6252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6253
Key:
Data
{'content': 'pressure'}