Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
ὀξυτονητέον
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξυτυρία
ὀξυφαής
ὀξυφεγγής
ὀξυφλεγμασία
ὀξύφυλλος
ὀξυφωνέω
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξυχειρία
ὀξύχολος
ὀξυωπέω
ὀξυωπής
ὀξυωπία
ὀξυωπίας
View word page
ὀξύφυλλος
with pointed leaves

ShortDef

with pointed leaves

Debugging

Headword:
ὀξύφυλλος
Headword (normalized):
ὀξύφυλλος
Headword (normalized/stripped):
οξυφυλλος
IDX:
62526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62527
Key:

Data

{'content': 'with pointed leaves'}