Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
ὀξυτονητέον
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξυτυρία
ὀξυφαής
ὀξυφεγγής
ὀξυφλεγμασία
ὀξύφυλλος
ὀξυφωνέω
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξυχειρία
ὀξύχολος
ὀξυωπέω
ὀξυωπής
ὀξυωπία
View word page
ὀξυφλεγμασία
violent inflammation

ShortDef

violent inflammation

Debugging

Headword:
ὀξυφλεγμασία
Headword (normalized):
ὀξυφλεγμασία
Headword (normalized/stripped):
οξυφλεγμασια
IDX:
62525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62526
Key:

Data

{'content': 'violent inflammation'}