Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
ὀξυτονητέον
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξυτυρία
ὀξυφαής
ὀξυφεγγής
ὀξυφλεγμασία
ὀξύφυλλος
ὀξυφωνέω
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξυχειρία
ὀξύχολος
ὀξυωπέω
View word page
ὀξυφαής
keen-sighted
ShortDef
keen-sighted
Debugging
Headword:
ὀξυφαής
Headword (normalized):
ὀξυφαής
Headword (normalized/stripped):
οξυφαης
IDX:
62523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62524
Key:
Data
{'content': 'keen-sighted'}