Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
ὀξυτονητέον
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξυτυρία
ὀξυφαής
ὀξυφεγγής
ὀξυφλεγμασία
ὀξύφυλλος
ὀξυφωνέω
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξυχειρία
View word page
ὀξυτόρος
piercing, pointed

ShortDef

piercing, pointed

Debugging

Headword:
ὀξυτόρος
Headword (normalized):
ὀξυτόρος
Headword (normalized/stripped):
οξυτορος
IDX:
62521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62522
Key:

Data

{'content': 'piercing, pointed'}