Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
ὀξυτονητέον
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξυτυρία
ὀξυφαής
ὀξυφεγγής
ὀξυφλεγμασία
ὀξύφυλλος
ὀξυφωνέω
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
View word page
ὀξύτονος
sharp-sounding, piercing

ShortDef

sharp-sounding, piercing

Debugging

Headword:
ὀξύτονος
Headword (normalized):
ὀξύτονος
Headword (normalized/stripped):
οξυτονος
IDX:
62520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62521
Key:

Data

{'content': 'sharp-sounding, piercing'}