Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
ὀξυτονητέον
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξυτυρία
ὀξυφαής
ὀξυφεγγής
ὀξυφλεγμασία
ὀξύφυλλος
ὀξυφωνέω
ὀξυφωνία
View word page
ὀξυτόνησις
a pronouncing with an acute accent
ShortDef
a pronouncing with an acute accent
Debugging
Headword:
ὀξυτόνησις
Headword (normalized):
ὀξυτόνησις
Headword (normalized/stripped):
οξυτονησις
IDX:
62518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62519
Key:
Data
{'content': 'a pronouncing with an acute accent'}