Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
ὀξυτονητέον
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξυτυρία
ὀξυφαής
ὀξυφεγγής
ὀξυφλεγμασία
ὀξύφυλλος
View word page
ὀξυτόμος
sharp-cutting, keen

ShortDef

sharp-cutting, keen

Debugging

Headword:
ὀξυτόμος
Headword (normalized):
ὀξυτόμος
Headword (normalized/stripped):
οξυτομος
IDX:
62516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62517
Key:

Data

{'content': 'sharp-cutting, keen'}