Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
ὀξυτονητέον
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξυτυρία
ὀξυφαής
ὀξυφεγγής
ὀξυφλεγμασία
View word page
ὀξύτης
sharpness, pointedness

ShortDef

sharpness, pointedness

Debugging

Headword:
ὀξύτης
Headword (normalized):
ὀξύτης
Headword (normalized/stripped):
οξυτης
IDX:
62515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62516
Key:

Data

{'content': 'sharpness, pointedness'}