Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
ὀξυτονητέον
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξυτυρία
View word page
ὀξύστομος
sharp-toothed, sharp-fanged

ShortDef

sharp-toothed, sharp-fanged

Debugging

Headword:
ὀξύστομος
Headword (normalized):
ὀξύστομος
Headword (normalized/stripped):
οξυστομος
IDX:
62512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62513
Key:

Data

{'content': 'sharp-toothed, sharp-fanged'}