Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
ὀξυτονητέον
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
View word page
ὀξύστερνος
sharp-breasted

ShortDef

sharp-breasted

Debugging

Headword:
ὀξύστερνος
Headword (normalized):
ὀξύστερνος
Headword (normalized/stripped):
οξυστερνος
IDX:
62511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62512
Key:

Data

{'content': 'sharp-breasted'}