Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
ὀξυτονητέον
ὀξύτονος
View word page
ὄξυσμα
sharpening

ShortDef

sharpening

Debugging

Headword:
ὄξυσμα
Headword (normalized):
ὄξυσμα
Headword (normalized/stripped):
οξυσμα
IDX:
62510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62511
Key:

Data

{'content': 'sharpening'}