Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
ὀξυτόνησις
View word page
ὀξύς2
sharp, keen
ShortDef
wood sorrel, Oxalis Acetosella
sharp, keen
Debugging
Headword:
ὀξύς2
Headword (normalized):
ὀξύς
Headword (normalized/stripped):
οξυς2
IDX:
62508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62509
Key:
Data
{'content': 'sharp, keen'}