Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξυτονέω
View word page
ὀξύς
wood sorrel, Oxalis Acetosella
ShortDef
wood sorrel, Oxalis Acetosella
sharp, keen
Debugging
Headword:
ὀξύς
Headword (normalized):
ὀξύς
Headword (normalized/stripped):
οξυς
IDX:
62507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62508
Key:
Data
{'content': 'wood sorrel, Oxalis Acetosella'}