Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
ὀξυτόμος
View word page
ὀξύρρυγχος
sharp-snouted
ShortDef
sharp-snouted
Debugging
Headword:
ὀξύρρυγχος
Headword (normalized):
ὀξύρρυγχος
Headword (normalized/stripped):
οξυρρυγχος
IDX:
62506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62507
Key:
Data
{'content': 'sharp-snouted'}