Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
ὀξύτης
View word page
ὀξύρροπος
turning quickly
ShortDef
turning quickly
Debugging
Headword:
ὀξύρροπος
Headword (normalized):
ὀξύρροπος
Headword (normalized/stripped):
οξυρροπος
IDX:
62505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62506
Key:
Data
{'content': 'turning quickly'}