Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
ὀξύσχοινος
ὀξυτελής
View word page
ὀξυρροπία
quick change
ShortDef
quick change
Debugging
Headword:
ὀξυρροπία
Headword (normalized):
ὀξυρροπία
Headword (normalized/stripped):
οξυρροπια
IDX:
62504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62505
Key:
Data
{'content': 'quick change'}