Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
ὀξύστομος
View word page
ὀξύρριν
with sharp

ShortDef

with sharp

Debugging

Headword:
ὀξύρριν
Headword (normalized):
ὀξύρριν
Headword (normalized/stripped):
οξυρριν
IDX:
62502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62503
Key:

Data

{'content': 'with sharp'}