Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
ὄξυσμα
ὀξύστερνος
View word page
ὀξυρεπής
delicately poised, swiftly shifting balance

ShortDef

delicately poised, swiftly shifting balance

Debugging

Headword:
ὀξυρεπής
Headword (normalized):
ὀξυρεπής
Headword (normalized/stripped):
οξυρεπης
IDX:
62501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62502
Key:

Data

{'content': 'delicately poised, swiftly shifting balance'}