Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
ὀξυσιτία
View word page
ὀξυρεγμιάω
to be troubled with heartburn
ShortDef
to be troubled with heartburn
Debugging
Headword:
ὀξυρεγμιάω
Headword (normalized):
ὀξυρεγμιάω
Headword (normalized/stripped):
οξυρεγμιαω
IDX:
62499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62500
Key:
Data
{'content': 'to be troubled with heartburn'}