Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
ὀξύς2
View word page
ὀξυρεγμία
the sour fumes caused by indigestion, heartburn

ShortDef

the sour fumes caused by indigestion, heartburn

Debugging

Headword:
ὀξυρεγμία
Headword (normalized):
ὀξυρεγμία
Headword (normalized/stripped):
οξυρεγμια
IDX:
62498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62499
Key:

Data

{'content': 'the sour fumes caused by indigestion, heartburn'}