Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
ὀξύς
View word page
ὀξυπώγων
with a pointed beard

ShortDef

with a pointed beard

Debugging

Headword:
ὀξυπώγων
Headword (normalized):
ὀξυπώγων
Headword (normalized/stripped):
οξυπωγων
IDX:
62497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62498
Key:

Data

{'content': 'with a pointed beard'}