Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
ὀξύρρυγχος
View word page
ὀξυπύθμενος
with pointed bottom

ShortDef

with pointed bottom

Debugging

Headword:
ὀξυπύθμενος
Headword (normalized):
ὀξυπύθμενος
Headword (normalized/stripped):
οξυπυθμενος
IDX:
62496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62497
Key:

Data

{'content': 'with pointed bottom'}