Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
ὀξύρροπος
View word page
ὀξύπυγος
sharp-rumped
ShortDef
sharp-rumped
Debugging
Headword:
ὀξύπυγος
Headword (normalized):
ὀξύπυγος
Headword (normalized/stripped):
οξυπυγος
IDX:
62495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62496
Key:
Data
{'content': 'sharp-rumped'}