Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
ὀξυρροπία
View word page
ὀξύπτερος
swift-winged

ShortDef

swift-winged

Debugging

Headword:
ὀξύπτερος
Headword (normalized):
ὀξύπτερος
Headword (normalized/stripped):
οξυπτερος
IDX:
62494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62495
Key:

Data

{'content': 'swift-winged'}