Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
ὀξύρριν
ὀξυρρόδινον
View word page
ὀξυπτέριον
hawk
ShortDef
hawk
Debugging
Headword:
ὀξυπτέριον
Headword (normalized):
ὀξυπτέριον
Headword (normalized/stripped):
οξυπτεριον
IDX:
62493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62494
Key:
Data
{'content': 'hawk'}