Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
ὀξυρεπής
View word page
ὀξύπους
swift-footed
ShortDef
swift-footed
Debugging
Headword:
ὀξύπους
Headword (normalized):
ὀξύπους
Headword (normalized/stripped):
οξυπους
IDX:
62491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62492
Key:
Data
{'content': 'swift-footed'}