Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
ὀξυρεγμιώδης
View word page
ὀξυπόρος
with pointed mouth

ShortDef

with pointed mouth

Debugging

Headword:
ὀξυπόρος
Headword (normalized):
ὀξυπόρος
Headword (normalized/stripped):
οξυπορος
IDX:
62490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62491
Key:

Data

{'content': 'with pointed mouth'}