Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
ὀξυρεγμιάω
View word page
ὀξυπόριος
a carminative medicine

ShortDef

a carminative medicine

Debugging

Headword:
ὀξυπόριος
Headword (normalized):
ὀξυπόριος
Headword (normalized/stripped):
οξυποριος
IDX:
62489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62490
Key:

Data

{'content': 'a carminative medicine'}