Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάπευσις
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
ἀναπήδημα
ἀναπήδησις
ἀναπηλέω
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
View word page
ἀνάπηρος
much maimed, crippled

ShortDef

much maimed, crippled

Debugging

Headword:
ἀνάπηρος
Headword (normalized):
ἀνάπηρος
Headword (normalized/stripped):
αναπηρος
IDX:
6248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6249
Key:

Data

{'content': 'much maimed, crippled'}