Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπώγων
View word page
ὀξυποδία
quickening of one's pace

ShortDef

quickening of one's pace

Debugging

Headword:
ὀξυποδία
Headword (normalized):
ὀξυποδία
Headword (normalized/stripped):
οξυποδια
IDX:
62487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62488
Key:

Data

{'content': "quickening of one's pace"}