Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυπαροπτάω
ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
View word page
ὀξυποδητής
one who quickens his pace

ShortDef

one who quickens his pace

Debugging

Headword:
ὀξυποδητής
Headword (normalized):
ὀξυποδητής
Headword (normalized/stripped):
οξυποδητης
IDX:
62486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62487
Key:

Data

{'content': 'one who quickens his pace'}