Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυπαραύδητος
ὀξυπαροπτάω
ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
View word page
ὀξυποδέω
quicken one's pace

ShortDef

quicken one's pace

Debugging

Headword:
ὀξυποδέω
Headword (normalized):
ὀξυποδέω
Headword (normalized/stripped):
οξυποδεω
IDX:
62485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62486
Key:

Data

{'content': "quicken one's pace"}