Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυπαιδερώτινος
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπαροπτάω
ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
View word page
ὀξυπλήξ
accompanying fierce blows
ShortDef
accompanying fierce blows
Debugging
Headword:
ὀξυπλήξ
Headword (normalized):
ὀξυπλήξ
Headword (normalized/stripped):
οξυπληξ
IDX:
62484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62485
Key:
Data
{'content': 'accompanying fierce blows'}