Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυόεις
ὀξυόστρακος
ὀξυπαγής
ὀξυπαιδερώτινος
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπαροπτάω
ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπους
View word page
ὀξυπευκής
sharp-pointed

ShortDef

sharp-pointed

Debugging

Headword:
ὀξυπευκής
Headword (normalized):
ὀξυπευκής
Headword (normalized/stripped):
οξυπευκης
IDX:
62481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62482
Key:

Data

{'content': 'sharp-pointed'}