Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύνω
ὀξυόδους
ὀξυόεις
ὀξυόστρακος
ὀξυπαγής
ὀξυπαιδερώτινος
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπαροπτάω
ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
View word page
ὀξυπετής
flying speedily
ShortDef
flying speedily
Debugging
Headword:
ὀξυπετής
Headword (normalized):
ὀξυπετής
Headword (normalized/stripped):
οξυπετης
IDX:
62479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62480
Key:
Data
{'content': 'flying speedily'}