Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπέτομαι
ἀνάπευσις
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
ἀναπήδημα
ἀναπήδησις
ἀναπηλέω
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
View word page
ἀναπηρόομαι
to be maimed
ShortDef
to be maimed
Debugging
Headword:
ἀναπηρόομαι
Headword (normalized):
ἀναπηρόομαι
Headword (normalized/stripped):
αναπηροομαι
IDX:
6247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6248
Key:
Data
{'content': 'to be maimed'}