Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύνους
ὀξυντέον
ὀξυντήρ
ὄξυντρα
ὀξύνω
ὀξυόδους
ὀξυόεις
ὀξυόστρακος
ὀξυπαγής
ὀξυπαιδερώτινος
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπαροπτάω
ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
View word page
ὀξυπαραύδητος
wildly screaming

ShortDef

wildly screaming

Debugging

Headword:
ὀξυπαραύδητος
Headword (normalized):
ὀξυπαραύδητος
Headword (normalized/stripped):
οξυπαραυδητος
IDX:
62475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62476
Key:

Data

{'content': 'wildly screaming'}