Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυμυρσίνη
ὀξύμωρος
ὀξύνιτρον
ὀξυνοσία
ὀξύνους
ὀξυντέον
ὀξυντήρ
ὄξυντρα
ὀξύνω
ὀξυόδους
ὀξυόεις
ὀξυόστρακος
ὀξυπαγής
ὀξυπαιδερώτινος
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπαροπτάω
ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
View word page
ὀξυόεις
made of beech wood (or: sharp pointed)

ShortDef

made of beech wood (or: sharp pointed)

Debugging

Headword:
ὀξυόεις
Headword (normalized):
ὀξυόεις
Headword (normalized/stripped):
οξυοεις
IDX:
62471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62472
Key:

Data

{'content': 'made of beech wood (or: sharp pointed)'}