Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύμολπος
ὀξυμυρσίνη
ὀξύμωρος
ὀξύνιτρον
ὀξυνοσία
ὀξύνους
ὀξυντέον
ὀξυντήρ
ὄξυντρα
ὀξύνω
ὀξυόδους
ὀξυόεις
ὀξυόστρακος
ὀξυπαγής
ὀξυπαιδερώτινος
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπαροπτάω
ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
View word page
ὀξυόδους
with sharp teeth
ShortDef
with sharp teeth
Debugging
Headword:
ὀξυόδους
Headword (normalized):
ὀξυόδους
Headword (normalized/stripped):
οξυοδους
IDX:
62470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62471
Key:
Data
{'content': 'with sharp teeth'}