Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυμυρσίνη
ὀξύμωρος
ὀξύνιτρον
ὀξυνοσία
ὀξύνους
ὀξυντέον
ὀξυντήρ
ὄξυντρα
ὀξύνω
ὀξυόδους
ὀξυόεις
ὀξυόστρακος
ὀξυπαγής
ὀξυπαιδερώτινος
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπαροπτάω
ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
View word page
ὀξύνω
to sharpen

ShortDef

to sharpen

Debugging

Headword:
ὀξύνω
Headword (normalized):
ὀξύνω
Headword (normalized/stripped):
οξυνω
IDX:
62469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62470
Key:

Data

{'content': 'to sharpen'}